Κατά τον 16ον αι. μ.Χ. συναντάμε την πρώτη μαρτυρία του ονόματος Βελίτσα ή Βελίτζα, το οποίο έκτοτε χρησιμοποιείται, αντί του αρχαίου ονόματος, μέχρι το 1926, οπότε έγινε μετονομασία κι επαναφέρθηκε το αρχαίο «Τιθορέα «.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Τούρκοι, επειδή ένιωθαν ανασφάλεια, δεν είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στη Βελίτσα, όπως είχαν κάνει στα γύρω χωριά.
Η Βελίτσα προσέφερε πάρα πολλά σ’ όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες. Έγινε δε ευρύτερα γνωστή απ’ το 1822 μ.Χ. κι έπειτα, οπότε ο ήρωας της Εθνεγερσίας Οδυσσέας Ανδρούτσος κατέφυγε μαζί με την οικογένειά του σε μια δυσπρόσιτη σπηλιά της, τη «Μαύρη Τρούπα», για να γλυτώσει απ’ τους ξένους, αλλά – δυστυχώς – και απ’ τους ομοεθνείς του εχθρούς.
Ο Οδυσσέας και η σπηλιά του
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος καταφύγιό του στις δύσκολες στιγμές είχε τη σπηλιά της Βελίτσας, μια σπηλιά σε απόκρημνο βράχο με απότομη είσοδο. Είναι αμέσως πάνω από τη Βελίτσα στο βραχώδες συγκρότημα που ονομάζεται Ανατολικό.
Προτού εγκατασταθεί εκεί ο Οδυσσέας την έλεγαν «Μαύρη Τρούπα». Πιο κάτω δημοσιεύουμε αποσπάσματα απ’την περιγραφή της, που έκανε ο γαμπρός του Οδυσσέα, ο Άγγλος Φιλέλληνας Τρελόνης στην εφημερίδα «Βρετανικός Αστήρ» του 1860.
«Το άντρον τούτο φαίνεται πάντη άγνωστoν σχεδόν καθ’όλον το διάστημα της δουλοκρατίας των Ελλήνων. Ο πρώτος όστις το ανακάλυψε και κάμνει περί τούτου μνείαν, είναι ο δόκτωρ Ε.Δ. Κλαρκ εις τας αρχάς της ενεστώσης εκατονταετηρίδος. Eύρε το μεγαλοπρεπές τούτο της φύσεως παλάτιον κατοικίαν αναρίθμητων και παντοίων σαρκοφάγων ορνέων. Όταν αφίχθη εις το ύψος των βράχων ένθα έκειτο η οπή παρετήρησεν επι ταύτης αετόν , πυροβολήσας δε κατά τούτου ίνα ανοίξη την δίοδόν του, με φρίκην ου μικράν είδε πάραυτα νέφος ατελείωτον ορνέων να εξέλθει ορμητικώς και βιαίως, και μετά κρωγμών και κλαγγασμών πατάσσοντα μετά κρότου τα πτερά των και εις δέκα λεγεώνας σχηματισθέντα, υψώθησαν εις τον αέρα και διευθύνθησαν προς τας άνωθι του άντρου χιονοσκεπάστους σχεδόν πάντοτε ακρωρείας του Παρνασού. Μετά την πολύτιμον ταύτην ανακάλυψιν, τα όρνεα, άτινα διεδέχθησαν δια τόσους αιώνας τας μούσας, παρεχώρησαν με την σειράν των τούτο εις τους κλέπτας και αρματωλούς, και ο Οδυσσεύς, μεγιστάν της Λεβαδείας, γιγνώσκων τα στενά και τα καταφύγια της Στερεάς Ελλάδος πλέον παντός άλλου, είναι ο πρώτος ανήρ ο εννοήσας την επισημότητα τοιούτου ασύλου, όθεν και προ της επαναστάσεως πολλάκις κατέφυγε και εκρύπτετο ενταύθα, και εφυλάττετο να οχυρώση τούτο εις πρώτην ευκαιρίαν, και ως ακρόπολιν της Στερεάς Ελλάδος, και ίνα δια τούτου υπερασπισθή καθ’ οποιασδήποτε εμφυλίου ή εχθρικής επιδρομής.
Η θέσις του σπηλαίου δεν συγχωρεί ουδεμία προσβολήν εξ οποιουδήποτε μέρους προς την τρίγωνον είσοδό του. Οδός ανωφερής και απότομος σε φέρει εις ταύτην, ευρίσκεται δε εις το βάθος εκτεταμένου φυσικού θόλου, όστις προχωρεί βαθέως εντός των τραχέων βράχων εκατόν πεντήκοντα ποδών περίπου ύψος… Είχομεν κατασκευάσει κρεμαστάς κλίμακας δια πασσάλων, στερεωμένας επί των βράχων. Η πρώτη κλίμαξ 45-50 ποδών ύψους, ήτο τοποθετημένη επί του μετώπου του βράχου και αναβατή βοθεία των ορειχαλκίνων στηριγμάτων, η δε δευτέρα εσχημάτιζε γωνίαν με την πρώτην και ήτον επακουμβημένη επί προτεταμένης οδοντώσεως, και η τρίτη ελαφροτέρα και συντομωτέρα ήτο επακουμβημένη επί της φυσικής κλίσεως λόφου και έφερεν εις μικράν θύραν, ήτις ήτο η πρώτη είσοδος του Κωρυκίου άντρου. (Εδώ ο Τρελόνυ κάνει σύγχυση: το Κωρύκιον Άντρον των Αρχαίων Ελλήνων βρίσκεται πάνω από τους Δελφούς και στα νεότερα χρόνια ονομάζεται «Σαρανταύλι») «.