Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, στην ψηλότερη κορυφή του Παρνασσού – τη Λυκώρεια, προσάραξε με την πρόχειρη σχεδία του ο Δευκαλίων και η σύζυγός του Πύρρα, οι μόνοι άνθρωποι που επέζησαν μετά τον μεγάλο κατακλυσμό, με τον οποίο ο Ζεύς τιμώρησε το χάλκινο (=υβριστικό) γένος των ανθρώπων.
Πώς, όμως, θα εύρισκε ο Δευκαλίων τρόπο, ώστε να μην εκλείψει τελείως το ανθρώπινο γένος; Ακολουθώντας συμβουλή του θεού Ερμή, απευθύνθηκε στο Μαντείο των Δελφών, απ’ το οποίο έλαβε τον αινιγματικό, ως συνήθως, χρησμό ότι θα έπρεπε να βαδίζει με την Πύρρα και να πετάνε προς τα πίσω πάνω απ’ τα κεφάλια τους τα οστά της μητέρας του, χωρίς, όμως, οι ίδιοι να στρέφουν για να βλέπουν.
Απόρησε αρχικά ο Δευκαλίων, γιατί η μητέρα του είχε πεθάνει, αλλά μετά σκέφτηκε ότι το Μαντείο θα εννοούσε ότι, καθώς η Γη είναι Μητέρα όλων, οι πέτρες θα ήταν τα οστά της (τα κόκκαλα δηλαδή). Έρριχναν, λοιπόν, πίσω πέτρες και προχωρούσαν χωρίς να στρέφουν, σύμφωνα με την υπόδειξη του Μαντείου. Οι πέτρες γίνονταν άνθρωποι (άντρες ή γυναίκες αντίστοιχα με το φύλο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας) .
Κατά μία εκδοχή, αυτοί οι άνθρωποι ονομάστηκαν “λαοί”, επειδή η “πέτρα” τότε ονομάζονταν “λάας” (πρβλ. “ λατομείο”). Έτσι έγιναν οι “λαοί”, δηλ. οι “κοινοί θνητοί”. Οι “ευγενείς”, όμως, γεννήθηκαν απ’ τα παιδιά που προήλθαν απ’ τη συνεύρεση του ίδιου του Δευκαλίωνα με την Πύρρα, μετά την εγκατάστασή τους στον Κύνο της Οπούντιας Λοκρίδας – λιμάνι κοντά στην παραλία των σημερινών Λιβανατών: Ο Έλλην, ο Αμφικτύων και η Πρωτογένεια. Στη γέννηση μάλιστα του ¨Ελληνα ο Ζεύς δεν παρέλειψε να… συμβάλει και να ενισχύσει έτσι με θεϊκό αίμα την ηγετική αριστοκρατική τάξη!…
Με την Πρωτογένεια νυμφεύτηκε ο Λοκρός και γεννήθηκε ο Οπούς, ο ιδρυτής της πρωτεύουσας της ανατολικής Λοκρίδας που έφερε το όνομά του.
Απ’ τον Έλληνα και τη Νύμφη Ορσηΐδα ή Οθρηΐδα γεννήθηκε ο Δώρος – ο γενάρχης των Δωριέων, ο Αίολος – γενάρχης των Αιολέων και ο Ξούθος, ο οποίος, αφού νυμφεύτηκε την Κρέουσα – κόρη του βασιλιά των Αθηνών Ερεχθέα, απέκτησε τον Αχαιό και τον Ίωνα –γενάρχες των Αχαιών και των Ιώνων αντίστοιχα.
Ο μεγαλόπρεπος Παρνασσός ήταν το ιερό βουνό, το καθιερωμένο :
1. Στον Απόλλωνα (θεό του φωτός, της μουσικής και των γραμμάτων)
2. Στις Μούσες
3. Στο Διόνυσο και στις συνοδούς του θεού Βακχίδες Νύμφες.
Σε ηλικία τεσσάρων μόλις ημερών ο Απόλλων, όρμησε απ’ τις κορυφές του Ολύμπου κι έφτασε στην πηγή της Νύμφης Τελφούσσης δίπλα στην Αλίαρτο της Βοιωτίας, όπου σχεδίαζε να ιδρύσει ναό. Η Νύμφη τού υπέδειξε να μεταβεί στις πλαγιές του Παρνασσού. Ο Απόλλων πειθαρχεί και σπεύδει στον Παρνασσό, όπου αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τον φοβερό Πύθωνα, διώκτη της μητέρας του Λητούς και ολέθριο εχθρό των ανθρώπων. Εναντίον του απαίσιου θνητού δράκοντα ρίχνει ένα ακατανίκητο βέλος. Φοβερούς πόνους αισθάνεται ο πύθων, συσπειρώνεται, εκτινάσσεται και ταυτόχρονα κραυγάζει γοερά. Τέλος, έρποντας εδώ κι εκεί εισδύει στο δάσος, όπου και πεθαίνει απ’ την αιμορραγία. Έτσι ο Απόλλων γίνεται κυρίαρχος του Παρνασσού και κατακτά το Μαντείο των Δελφών.
Διάφοροι μύθοι είχαν δημιουργηθεί για τους έρωτες του Απόλλωνα, όπως π.χ. ότι έκανε δική του τη νύμφη Κωρυκία κι έτσι γεννήθηκε ο Λύκωρος, που έχτισε την πόλη Λυκώρεια. Ή ότι ερωτεύθηκε την πανέμορφη Δάφνη, κόρη του Πηνειού ποταμού, η οποία δεν ήθελε σχέσεις με άνδρες, μόνο προτιμούσε να κυνηγάει στα δάση σαν την Άρτεμη. Επειδή δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά του, την κυνήγησε ο Απόλλων. Η Δάφνη έτρεχε να τον αποφύγει και τη στιγμή που ο θεός άπλωνε τα χέρια να την πιάσει, εκείνη ανακαλέστηκε τον πατέρα της τον Πηνειό και αυτός, για να της κάνει τη χάρη, τη μεταμόρφωσε σε δέντρο. Η δάφνη έπαιζε σημαντικό ρόλο στο μύθο και στη λατρεία του Απόλλωνα:
1. Με δάφνη έλεγαν πως καθάρθηκε ο θεός, όταν σκότωσε τον Πύθωνα, το φοβερό φίδι των Δελφών.
2. Με δάφνη πως εξάγνισε τον Ορέστη από το φόνο της μητέρας του.
3. Δάφνης φύλλα μασούσε η Πυθία, πριν ανέβει στο δαφνοστεφανωμένο τρίποδα, για να δώσει χρησμό.
4. Με δάφνη, που την είχαν κόψει στα θεσσαλικά Τέμπη, στεφάνωναν τους νικητές των Πυθικών αγώνων, κ. ά. π.
Αργότερα, με μυστηριώδη τρόπο, εισδύει ο Διόνυσος στην επικράτεια του Απόλλωνος, ο οποίος, παρά τις αντιρρήσεις του, υποχρεώνεται από το Δία να δεχθεί τη συνύπαρξη με το θεό της αμπέλου, χωρίς φυσικά να χάσει και το προβάδισμα στη λατρεία. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, το διονυσιακό άσμα αντηχούσε μόνον κατά τη διάρκεια των τριών χειμερινών μηνών, ενώ ο παιάν του Απόλλωνα τους υπόλοιπους εννιά μήνες.